συγκατανευσιφάγος

συγκατανευσιφάγος
-ον, Α
(κωμ. επίθ. παρασίτου ή κόλακα) αυτός που ζει συγκατανεύοντας σε καθετί που τού λένε οι άλλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < συγκατανεύω + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκατανευσιφάγους — συγκατανευσιφάγος living by saying yes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”